φίλαυτον

φίλαυτον
φίλαυτος
loving oneself
masc/fem acc sg
φίλαυτος
loving oneself
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φίλαυτος — η, ο / φίλαυτος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά υπερβολικά τον εαυτό του, υπέρμετρα εγωιστής («ὁ ἑαυτὸν δῆθεν φιλῶν καὶ πάντα πράττων ἑαυτοῡ χάριν», Φώτ.) αρχ. 1. (με θετ. σημ.) αυτός που αγαπά τον εαυτό του 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλαυτον η φιλαυτία.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”